Αναδημοσίευση
«να φυτρώσει λουλούδι δροσερό»
Σας γράφω έχοντας μέσα μου μίσος, μίσος πηχτό και άσβεστο.Δεν είναι πολιτικώς ορθό, δεν είναι αποτελεσματικό, δεν είναι συνεπές με μια κάποια πολιτική συγκρότηση και σκέψη. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο παρά να περπατάω πάνω κάτω στην προβλήτα και να στριφογυρίζω μέσα μου αυτό το πέτρινο αίσθημα. Έχω στο στομάχι μια πέτρα που όλο μεγαλώνει και όλο σκληραίνει.
*
Ας φανταστούμε μια σκηνή: Λιμενικοί, υπάλληλοι κάποιας αόριστης ΜΚΟ,
μπάτσοι, οδηγοί λεωφορείων και υπεύθυνοι ταξιδιωτικών πρακτορείων
βρίσκονται έξω απ’ την πύλη Ε3 στον Πειραιά. Αδειάζουν την πύλη απ’ τους
περίπου 150 πρόσφυγες πουβρίσκονται μέσα. Χωρίς καμιά ειδοποίηση, χωρίς παρουσία διερμηνέα εμφανίζεται ξαφνικά ένα πρωί αυτή η κουστωδία και με βιαστικές κινήσεις προστάζει go go go. Τρίκαλα. Ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν κάποιοι που έχουν κινήσει διαδικασίες με την Υπηρεσία Ασύλου. Που έχουν κλείσει ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. Άλλοι έχουν ιατρικά θέματα, πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένη θεραπεία ή να ξαναπάνε τις επόμενες μέρες στο γιατρό να τους ξαναδεί. Άλλοι δεν έχουν ενημερωθεί ποτέ για τίποτα σχετικά με τις πιθανές επιλογές τους. Είναι άνθρωποι που δεν ξέρουν αγγλικά, που δεν ξέρουν τίποτα επίσημο σχετικά με την κατάσταση στα σύνορα ή με το τι μπορούν οι ίδιοι να κάνουν εναλλακτικά με το να προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα παράνομα ή περιμένοντας υπομονετικά στη λάσπη. Υπάρχουν μικρά παιδιά και ένα που δεν έχει σαραντίσει που λένε. Υπάρχουν γέροι. Υπάρχουν γυναίκες μόνες με τρία παιδιά.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι διάφοροι ημιεπίσημοι τύποι, ένστολοι και μη, που φωνάζουν go go go. Φωνάζουν και βιάζονται. Οι αλληλέγγυοι που είναι παρόντες προφανώς δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν. Άλλοι γεμίζουν σακούλες με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα, άλλοι ρωτάνε με επιμονή το λιμενικό, άλλοι έχουν μείνει αποσβολωμένοι και κοιτάνε. Ακολουθούν αγκαλιές, αποχαιρετισμοί και τα υπόλοιπα συγκινητικά.
Στο λεωφορείο μπαίνουν διάφοροι που δεν πρέπει να μπουν (γιατί είπαμε έχουν ξεκινήσει διαδικασίες που δεν γίνονται από απόσταση κλπ). Μία απ’ αυτές τις οικογένειες έχει μαζέψει πράγματα και μένει αναποφάσιστη έξω απ’ το λεωφορείο. Κάποιοι κλαίνε. Δεν υπάρχει κάποιος να ξέρει αραβικά να τους πει να μη μπούνε, να τους εξηγήσει, να τους πείσει. Η φωνή από μέσα επιμένει go go go. Μπαίνουν στο λεωφορείο.
Η πύλη έχει αδειάσει. Την απολυμαίνουν. Διάφοροι που ξεγλίστρησαν απ’ το λεωφορείο για Τρίκαλα, είτε γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη, είτε γιατί ξέρουν κάτι παραπάνω, είτε για κάποια λίγα αγγλικά μιλάνε και συνενοήθηκαν με κάποιον, τριγυρνάνε στις άλλες πύλες, να βρουν σημείο να μείνουν.
*
Χύμα σημειώσεις από λίγες μέρες στο λιμάνι:1. Η ζωή στην Ε3 μπορεί να είναι καλύτερη απ’ τις λάσπες της Ειδομένης αλλά τι είναι άραγε η ζωή στην Ε3; Η λέξη που μας απασχολεί είναι η λέξη στρατόπεδο. Ουρές για συσσίτιο. Η έννοια συσσίτιο. Ερώτησεις ευγενικές (ή όχι ευγενικές) για τα πάντα: Να πάρω νερό; Να πάρω χυμό για το παιδί; Να πάρω κουβέρτα; Να πάρω παπούτσια γιατί αυτά έχουν διαλυθεί απ’ το αλάτι του Αιγαίου; Να πάρω κρουασάν; Να πάρω υγρό μαντηλάκι; Να πάρω κωλόχαρτο;
Όλα αυτά στη νοηματική. Όλα αυτά τα ρωτούν και τα ζητούν διαρκώς οι πρόσφυγες από άσχετους ανώνυμους αλληλέγγυους για να τα πάρουν. Οι πρόσφυγες χρειάζονται μονίμως την άδεια από κάποιον για να κάνουν το οτιδήποτε. Για να χέσουν ή να ξεδιψάσουν. Χρειάζονται άδεια. Χρειάζονται κάποιον να κάνει τη χειρονομία προς αυτούς.
Οι πρόσφυγες πρέπει να ρωτήσουν για να μάθουν το οτιδήποτε, πρέπει να ρωτήσουν για να χέσουν, πρέπει να ρωτήσουν για να πλύνουν τα ρούχα ή τα μούτρα τους. Πρέπει να σταθούν σε ουρά για το συσσίτιο. Να πουν στη νοηματική ότι το παιδί τους είναι άρρωστο. Να πουν στη νοηματική ότι το παιδί κρυώνει, χρειάζεται κουβέρτα.
Η ίδια η ύπαρξη του πρόσφυγα είναι υπό αίρεση. Η ζωή στο στρατόπεδο έτσι κι αλλιώς είναι η ζωή του ανθρώπου που ζητάει άδεια για όλα. Δεν δικαιούται εξορισμού τίποτα. Η ίδια η υπόστασή του δεν αρκεί για τίποτα. Πρέπει να του επιτραπεί να πάρει κωλόχαρτο, tide, χυμό, νερό, φαΐ, γάλα σκόνη. Πρέπει τα προϊόντα αυτά να υπάρχουν και να είναι η ώρα που μοιράζονται. Πρέπει να επιτρέψει η καθαρίστρια να χρησιμοποιηθεί η τουαλέτα και να μην την καθαρίζει εκείνη τη στιγμή. Η περίπτωση του πρόσφυγα στο στρατόπεδο είναι δύο φορές δυσκολότερη γιατί δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με αυτόν που δίνει κατά κάποιο τρόπο την άδεια. Ο αλληλέγγυος ό,τι και να είναι, ο πιο ευγενικός, ο πιο λογικός, ο πιο καλόκαρδος, πιο πολιτικά συγκροτημένος είναι σε μια θέση εξορισμού προβληματική. Διαχειρίζεται το νερό, το κωλόχαρτο και την κουβέρτα του πρόσφυγα.
Αυτός ο διαχωρισμός πρέπει να βρεθεί τρόπος να σπάσει. Αυτή η απόσταση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να σπάσει.
2. Το κράτος τον καιρό αυτό είναι παντοδύναμο σαν ένα φάντασμα. Δεν υπάρχει στο ίδιο το δωμάτιο, αλλά η απουσία του (όσο και η παρουσία του σε ένα άλλο επίπεδο) καθορίζει τα πάντα. Το κράτος στον Πειραιά δεν υπάρχει. Δεν προσφέρει τίποτα στους ανθρώπους. Δεν έχει δώσει ένα γάλα, ένα κωλόχαρτο, ένα νερό. Δεν έχει περάσει να ενημερώσει επίσημα και υπεύθυνα τους πρόσφυγες τι συμβαίνει στα σύνορα ή τι πρέπει να κάνει κανείς αν είναι Σύριος, Αφγανός, Ιρακινός ή οτιδήποτε άλλο. Δεν έχει στείλει έναν μεταφραστή. Δεν έχει στείλει έναν γιατρό. Έναν παιδίατρο. Ένα φάρμακο.
Δεν μένει όμως στα δεν. Όταν χρειαστεί κάνει και ζημιά σ’ όσα δεν είχε συμμετάσχει πριν. Παίρνει μαζικά ανθρώπους χωρίς να ρωτά τι και πως. Τους μεταφέρει όπου να ’ναι. Δεν αναρωτιέται για τις ευπαθείς ομάδες. Επιτρέπει σε διακινητές, πράκτορες λεωφορείων να έρχονται στο λιμάνι και να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Λέει ψέματα σε πρόσφυγες για να τους βάλει στα λεωφορεία. Υπάλληλος του υπουργείου έρχεται και τους λέει πάμε στην Κοζάνη, ενώ το λεωφορείο πάει στον Αλμυρό. Πάλι φυσικά χωρίς μεταφραστή.
Δεν αναφερόμαστε καν στα ουσιαστικά κλειστά σύνορα, στην παρανομοποίηση, στο σπρώξιμο να πάρουν τους δύσκολους παράνομους δρόμους της Αλβανίας ή στις λάσπες της Ειδομένης. Αυτά είναι γνωστά.
Εντωμεταξύ στον ίδιο περίπου ρόλο και οι ΜΚΟ. Διαρκώς απούσες. Μάλιστα παρατηρήθηκαν περιστατικά όπου άνθρωποι με καρτελάκια γνωστών ΜΚΟ πήγαιναν και έπιαναν οικογένειες οικογένειες και τους έλεγαν διάφορα, ποιος ξέρει τι. Οι ΜΚΟ αρνούνταν ότι έστειλαν κόσμο. Οι αλληλέγγυοι δεν είναι εύκολο να κάνουν τους μπάτσους για μια σειρά από λόγους. Δεν μπορείς να ελέγξεις το χώρο του λιμανιού αποτελεσματικά, είναι αυτονόητο. Κι αν κάποιος με διακριτικά πλησιάσει τους πρόσφυγες με δήθεν λεπτομέρειες και πληροφορίες για τα σύνορα, δεν είναι πάντα εύκολο να πείσεις τον πρόσφυγα ότι αυτά είναι ψέματα. Αν έχεις προλάβει να χτίσεις προσωπική σχέση ναι, αλλά αλλιώς; Ποιόν να πιστέψει ο απελπισμένος άνθρωπος;
3. Πριν δύο εβδομάδες οι πρόσφυγες με τους οποίους μιλούσα επέμεναν να πάνε Ειδομένη. Επέμεναν ότι μπορούν να περάσουν. Τώρα πολλοί απ’ αυτούς υπογράφουν για relocation ή λένε δεν είναι άσχημα στην Ελλάδα. Εμείς τι λέμε όμως; Θέλουμε να μείνουν εδώ οι πρόσφυγες αν έτσι θέλουν κι αυτοί; Τι είναι για μας αυτό το ενδεχόμενο; Πρόβλημα; Αναγκαστική εξέλιξη; Καλό; Κακό; Λέμε χαρτιά σε όλους για να πάνε όπου θέλουν. Σ’ αυτό το «όπου» περιλαμβάνεται και η Ελλάδα; Κι αν ναι, τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε και πως προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό;
(κι αν έμεναν ο πλούτος, ο πολιτισμός, η ζωή που θα έβαζαν στον τόπο θα αποτελούσε ένα μέγιστο δώρο. ο τόπος που έζησε τον τρόμο των αβγών να γνωρίσει νέες γλώσσες, νέες συνήθειες, νέα αισθήματα)
4. Η (εξευτελιστική για εμάς όπως και να το κάνουμε) παρουσία Μαρινάκη – Κόκκαλη και λοιπών στον Πειραιά έχει διάφορες σημασίες. Πρώτα απ’ όλα και πέρα απ’ το ανθρωπιστικό ξέπλυμα, έχουμε το εξής φαινόμενο. Οι άνθρωποι που εξέθρεψαν τον ελληνικό φασισμό ταΐζουν τώρα τα εν δυνάμει θύματά του. Οι άνθρωποι που έπαιξαν με τα αβγά, με τον ρατσισμό, τώρα εμφανίζονται να σιτίζουν εκατοντάδες πρόσφυγες. Αυτό από μόνο του είναι πρόβλημα. Δεν θα έπρεπε να μπορεί να δώσει ούτε ένα πιλάφι ο άνθρωπος που η αριστερά και ο χώρος λένε και ξαναλένε ότι έχει συντελέσει στην άνοδο του φασισμού. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Το πιο απτό και πρακτικό. Τι θα φάνε οι χιλιάδες άνθρωποι στον Πειραιά;
Όταν το κράτος απουσιάζει και μάλιστα όταν απουσιάζει τόσο εξόφθαλμα η αριστερή κυβέρνηση απ’ τα πιο απλά και αναγκαία, το κενό καλύπτεται. Γι’ αυτού του είδους την κάλυψη ευθύνεται η αριστερή κυβέρνηση γιατί δίνει ένα άδειο γήπεδο που δεν θα έπρεπε να πατάνε κάποιοι το πόδι τους και λέει σ’ αυτούς τους ίδιους κάποιους: Παίξετε. Κάντε ό,τι θέλετε.
Αλλά και όταν το κίνημα απουσιάζει, τότε το κενό καλύπτεται. Συζήταγαν κάποια φίλοι αλληλέγγυοι στον Πειραιά αν θα έπρεπε να γίνει παρέμβαση και να εκδιωχθεί ο ολυμπιακός απ’ το λιμάνι. Ναι αλλά μπορούμε εμείς να αναλάβουμε το φαγητό τόσων ανθρώπων; Και ναι και όχι. Για κάποιο διάστημα συλλογικές κουζίνες και κάποια σωματεία το ανέλαβαν. Αλλά προφανώς δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο να γίνεται αυτό διαρκώς. Οπότε για το ποσοστό που αναλογεί στο όχι, εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε το φαγητό των ανθρώπων μας αναλογεί μια ευθύνη που τρυπώνει ο Μαρινάκης και ο δήμος Πειραιά. Θα πει κανείς: μα είναι εύκολο να ταϊστούν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά απ’ το κίνημα; Όχι, αλλά και πάλι δεν υπήρχε η απαιτούμενη προετοιμασία, η απαιτουμένη συζήτηση και η απαιτούμενη προσπάθεια από συλλογικότητες, οργανώσεις και κόμματα του προοδευτικού φάσματος (μη με ρωτάτε δεν ξέρω ποια εννοώ).
5. Η Ν. που πήγε στους Ζαπατίστας επαναλαμβάνει το πρώτο μάθημα που πήρε εκεί. Οργάνωση – οργάνωση – οργάνωση.
6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι καθαρίστριες στις πύλες του λιμανιού δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Είναι εργαζόμενες σε κάποιον εργολάβο. Οικολογικά Α.Ε. Είναι επίσης προφανές ότι οι γυναίκες αυτές ξεπατώνονταν ανελέητα με χαμηλό μισθό και τραγικές συνθήκες εργασίας. Μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις γυναίκες που έκαναν και 24ωρο χωρίς να παίρνουν φυσικά υπερωρίες. Μπορούσαμε να εντοπίζουμε και γυναίκες που σιχτίριζαν γιατί θα πεθάνουμε απ’ τις αρρώστιες. Όλα λογικά και ανθρώπινα. Εδώ μπορούσαμε να παρατηρήσουμε δύο κατηγορίες ανθρώπων που για διαφορετικούς λόγους βρίσκονται στον ταξικό πάτο. Βλέπουμε τη συνύπαρξή τους και βλέπουμε ότι στο συντριπτικό ποσοστό μπορούν και γίνονται θαύματα. Ακόμη και όσοι ξεκίνησαν από ένα σχετικά ρατσιστικό σημείο, δεν μπόρεσαν με τον καιρό να μείνουν ασυγκίνητοι απ’ τη ζωή την ίδια. Τα παιδιά, οι οικογένειες, η μοναξιά, η εξαθλίωση. Όλα αυτά αν τα δεις από αρκετά κοντά, γράφουν σ’ ένα σημείο, που ο φτωχός άνθρωπος μπορεί να τα δει στον καθρέφτη του.
7. Φυσικά όταν πας κάπου όπως στον Πειραιά δεν περιμένεις να συναντήσεις πολιτικές συμφωνίες και κοινές οπτικές. Μπορεί να συναντάς εγωισμούς, παλαβομάρες, υστερίες, πανικούς, μικροεξουσίες, μικρότητες, αυτοπροβολή, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Μπορεί να μην ταιριάζουν τα χνώτα μας, μπορεί να μην κατέβουμε μαζί στην πορεία για τα δικαιώματα των κρατουμένων, μπορεί να μην έχουμε την ίδια ή ούτε καν παραπλήσια πολιτική οπτική, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Έχω μόνο απέραντο σεβασμό και βαθιά συμπάθεια για τους αλληλέγγυους που γνώρισα που είχαν δώσει μήνες ολόκληρους στο να βοηθήσουν όπως καταλαβαίνουν και μπορούν τους πρόσφυγες. Είναι συγκινητικό, είναι απίθανα συγκινητικό να βλέπεις τους ανθρώπους να παίρνουν αγνώστους στο σπίτι τους για να τους δώσουν το δικαίωμα σε ένα μπάνιο. Είναι συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους να βράζουν γάλα και να ψάχνουν παιδικά παπούτσια όλη μέρα. Είναι εκτός της καθημερινής λογικής, εκτός της εικόνας που έχουμε για τον κόσμο να παρατηρείς τον άνθρωπο που άφησε απόψε την τηλεόραση κλειστή και παλεύει να καταλάβει τι έχει ανάγκη ένας άνθρωπος που μιλάει αραβικά και φαρσί και ποιος ξέρει τι άλλο.
Είναι κατανοητό απ’ την άλλη για κάποιους να μην μπορούν να συνυπάρξουν έτσι. Κάποιοι χρειάζονται την ομάδα τους και τη συνεννόησή τους. Δεκτό, αρκεί να μην αποτελεί αυτό πρόφαση για την απραξία.
8. Χρειαζόμαστε δομές, καταλήψεις, καταλήψεις, δομές. Δεν χρειάζεται να είναι τεράστια και μεγαλεπήβολα τα σχέδια. Δύο διαμερίσματα ή πέντε, ένα ή οκτώ. Συλλογικότητα συλλογικότητα, παρέα παρέα (ναι μια παρέα αρκεί) μπορεί να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να μην περάσουν μήνες και χρόνια σε camps, γυμναστήρια και στρατόπεδα. Γιατί μπορεί να μοιάζει ότι η ζωή είναι η αναμονή μέχρι να πάνε στη Γερμανία ή όπου αλλού τους βγάλει ο δρόμος, αλλά η ζωή είναι και τώρα. Αυτές οι δύο εβδομάδες. Αυτοί οι τρεις μήνες. Αυτός ο ένας χρόνος. Τα στρατόπεδα όσο περιποιημένα κι αν γίνουν (που δεν πρόκειται) είναι στρατόπεδα. Εκεί μέσα δεν έχει ζωή.
Όχι στη στρατοπεδοποίηση. Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι πρόσφυγες (relocation, επανένωση – αν έχουν συγγενείς σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, άσυλο εδώ, πορεία προς τα σύνορα όταν και αν χαλαρώσουν λίγο τα πράγματα) θα μείνουν για καιρό εδώ. Εκτός απ’ τις περιπτώσεις που – προς το παρόν – το κράτος παρέχει στέγη (relocation) , οι πρόσφυγες χρειάζεται κάπου να μείνουν. Χρειάζεται κάτι να τρώνε. Δεν είναι απαραίτητο ότι όλοι έχουν χρήματα.
Στήστε καταλήψεις, νοικιάστε ή παραχωρείστε σπίτια, φιλοξενείστε. Να ζήσουν για όσο – ας είναι και για πάντα, μακάρι – ανάμεσά μας, μαζί μας. Ας κάνουμε αυτό τον τόπο που εδώ και χρόνια ανθίζει ο φασισμός, ένα έδαφος που οι άνθρωποι θα βρουν κοινά σημεία, που θα βρουν τον τρόπο να ζουν μαζί. Δεν χρειάζεται οπωσδήποτε πείρα, συγκρότηση, υπόβαθρο (καλό είναι να υπάρχουν αλλά δεν πειράζει αν δεν). Για να παραφράσω τον Μέηλερ. Την κατάληψη πρώτα την κάνεις κι ύστερα τη μαθαίνεις.
Μην τους πετάξουμε στα στρατόπεδα. Να τους βάλουμε στις γειτονιές μας. Να υπάρξουμε μαζί τους. Να μάθουμε απ’ αυτούς, να μάθουνε από μας. Να βρούμε τρόπους και πρακτικές. Τώρα, όχι σε λίγο καιρό. Τώρα, αμέσως.
9. Τι είναι επείγον; Να στεγάσουμε και να δώσουμε φαΐ σε εκατό οικογένειες ή όσες μπορούμε τέλος πάντων; Ή να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του (πορείες, πολιτική πίεση, ανυπακοή, σαμποτάζ στρατοπέδων/μεταφοράς, τρύπες στα σύνορα κλπ); Όλα είναι ταυτόχρονα επείγοντα με τρομακτικό τρόπο και πρέπει επιπλέον να βρούμε τον τρόπο να πούμε διαφορετικά τη λέξη επείγον. Να την πούμε έτσι που να την πιστέψουμε επιτέλους. Και να κάνει ο καθένας αυτό που μπορεί, αυτό που του ταιριάζει, αυτό με το οποίο νιώθει πιο κοντά, έχοντας πάντα στο μυαλό βέβαια τη βάση και την αρχή του προβλήματος, που είναι πολιτικό και μόνιμο. Αλλά τίποτα δεν είναι λίγο, τίποτα δεν είναι αχρείαστο, τίποτα δεν είναι μια τρύπα στο νερό. Όλα μετράνε και όλα κάτι προσθέτουν.
***
Σας γράφω και έχω μέσα μου έναν καινούριο κόσμο. Ο Μοχάμεντ και ο
Μοχάμεντ και ο Άχμεντ και η Γιουσρα και ο Σαλάχ και ο Άχμεντ και τα
πιτσιρίκια που αγαπάνε το Βαγγέλη και ένα σωρό άνθρωποι. Σας γράφω γιατί
το ζήτημα είναι τόσο προσωπικό όσο είναι γενικό κι αόριστο. Είναι οι
πρόσφυγες γενικά στη λάσπη της Ειδομένης και είναι η Καουσέρ
συγκεκριμένα που κρυώνει στα Τρίκαλα. Σας γράφω γιατί έχω στο στομάχι
μου την πιο τεράστια και ελαφριά πέτρα του πλανήτη. Είμαι σε μόνιμη
αμηχανία, ντρέπομαι και αγχώνομαι. Αλλά βέβαια, γελάω, διασκεδάζω,
ανταλλάζω περίεργες πληροφορίες. Και μαθαίνω. Μαθαίνω ότι το γάλα είναι
χαλίμπ και ότι το χαλίμπ είναι γάλα. Μαθαίνω ότι ο Γκασάν ήταν ράφτης.
Μαθαίνω ότι το Χαλέπι ήταν πολύ όμορφο.Καθόμαστε με τον 16χρονο Μοχάμεντ. Έχουμε γνωριστεί με τις μέρες και καθόμαστε παρέα, κυρίως βουβά ή κουνώντας το κεφάλι. Τον βρίζω σε όλες τις γλώσσες που ξέρω. Κοτζάμ μαντράχαλος και δεν ξέρει μια λέξη στα αγγλικά να πούμε δυο πράγματα. Γελάει που τον βρίζω, δεν ξέρει τι λέω ακριβώς αλλά καταλαβαίνει στο περίπου και γελάει και βέβαια ανταποδίδω. Μια άλλη μέρα μαθαίνω απ’ την Άγια ότι ο Μοχάμεντ έχει να πάει σχολείο 3μιση χρόνια. Φτώχεια, πόλεμος, μετακίνηση, ,στρατόπεδο στην Τουρκία, Αιγαίο, Πειραιάς. Να γιατί δεν ξέρει μια λέξη αγγλικά, έχει να πάει σχολείο τρεισήμισι χρόνια. Πήγαμε τις προάλλες στην Υπηρεσία Ασύλου για να ξεκινήσει η οικογένειά του τις διαδικασίες. Χάος κι εκεί. Μεταφραστές με το σταγονόμετρο, αναμονή. Στο γυρισμό ήταν κουρασμένος, κοιμήθηκε στο αμάξι. Πάντως θα είχανε ραντεβού αυτή την εβδομάδα στην Υπηρεσία, όλη η οικογένεια ήταν κάπως χαρούμενη.
Την Πέμπτη ο Μοχάμεντ φορτώθηκε σ’ ένα λεωφορείο για τα Τρίκαλα χωρίς καλά καλά να καταλάβει τι συμβαίνει και που πήγαινε και τι θα μπορούσε να κάνει εκεί. Δεν ήμουν εκεί. Μου ‘παν ότι έκλαιγε εκείνο το πρωί και ότι όλη η οικογένεια ήταν σα χαμένη έξω απ’ το λεωφορείο.
***
Έχω ένα πηχτό και άσβεστο μίσος γι’ αυτό το κράτος και γι’ αυτή την
Ευρώπη. Αλλά ταυτόχρονα είμαι ελαφρύς και περπατάω ένα μέτρο πάνω απ’ το
έδαφος γιατί για τον Μοχάμεντ ενδιαφέρθηκαν στη στιγμή ένα σωρό
άνθρωποι και είπαν, εδώ είμαι, θα βοηθήσω όπως μπορώ.Και η οπτική μας ας είναι λοιπόν όλη την ώρα διπλή. Να ‘μαστε στο πλευρό όσων περισσότερων Μοχάμεντ μπορούμε, να γίνουμε αδέρφια με όσους περισσότερους Μοχάμεντ μπορούμε. Να μιλήσουμε επιτέλους την ίδια γλώσσα, τη νοηματική της συντροφικότητας. Την ίδια ώρα ας ακονίζουμε εργαλεία, μαχαίρια και κόφτες, ας σφίγγουμε τον διπλανό μας στο δρόμο. Η ζωή να περάσει, η ζωή να νικήσει. Οι άνθρωποι να συναντήσουν έναν γέρο στην Ειδομένη και όπως τους άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, να τους ανοίξει, αν θέλουν, και τα ίδια τα σύνορα.